- εμφυτεύω
- (AM ἐμφυτεύω)1. φυτεύω μέσα, σφηνώνω, εμβάλλω, μπήγω2. παραχωρώ σε κάποιον αγροτικό κτήμα με ενοίκιο και με δικαίωμα εμφυτεύσεωςαρχ.1. ενοφθαλμίζω2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ(«τὸν φόβον σου ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν»)3. μτφ. επιβάλλω με τη βία («πλείστους γὰρ δὴ μονάρχους οὗτος ἐμφυτεῡσαι δοκεῑ τοῑς Ἔλλησι», Πολύβ.).
Dictionary of Greek. 2013.